κατακτυπώ

κατακτυπώ
(AM κατακτυπῶ, -έω)
βλ. καταχτυπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταχτυπώ — και κατακτυπώ (AM κατακτυπῶ, έω) χτυπώ δυνατά κάποιον (α. «κατακτυπούν τα σίδερα, τσι σάρκες τως πληγώνου», Ερωτόκρ.) μσν. βομβαρδίζω αρχ. 1. κάνω δυνατό θόρυβο 2. κάνω κάτι να ηχεί δυνατά 3. ξεκουφαίνω …   Dictionary of Greek

  • κατακτυπισμός — κατακτυπισμός, ὁ (Μ) [κατακτυπώ] δυνατή συγκίνηση …   Dictionary of Greek

  • κατακτύπημα — κατακτύπημα, τὸ (Α) [κατακτυπώ] ισχυρό χτύπημα εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κατακτύπησις — κατακτύπησις, ἡ (Α) [κατακτυπώ] η δημιουργία υπερβολικού θορύβου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”